Τελευταία Νέα:

Οι ταινίες της εβδομάδας!

Το θηλυκό στοιχείο κυριαρχεί στις ταινίες που προβάλλονται στις αίθουσες

«X-Men: Ο Μαύρος Φοίνικας»
(Dark Phoenix, ΗΠΑ, 2019). Περιπέτεια φαντασίας του Σάιμον Κίνμπεργκ
Μία ακόμη περιπέτεια φαντασίας βυθισμένη μέσα στο σκοτεινό σύμπαν της Marvel Comics, η τελευταία περιπέτεια των μεταλλαγμένων ηρώων X-Men πατά πέρα για πέρα πάνω στη μυστηριώδη γυναικεία φύση και είναι μία από τις πιο cool ταινίες της σειράς που έχουν γυριστεί ποτέ. Για την ακρίβεια, οι βασικές αντίπαλοι στη συγκεκριμένη ιστορία είναι γυναίκες, η «καλή» Τζιν Γκρέι (Σόφι Τέρνερ) που στρατολογήθηκε από τον καθηγητή Ξαβιέ (Τζέιμς Μακαβόι) το 1975 όταν ήταν ορφανό κοριτσάκι και η Βουξ (Τζέσικα Τσαστέιν), κάτι σαν πνεύμα του Κακού, που όπως κάποια στιγμή λέει στην πρώτη «το συναίσθημα σε κάνει αδύναμη». Η Τζιν όμως, παρότι για κάποιον λόγο έχει στραφεί εναντίον της «οικογένειάς» της, έχει τη δική της αντίθετη γνώμη. Το συναίσθημα είναι ακριβώς εκείνο που της δίνει δύναμη, οπότε και η εντυπωσιακή σύγκρουση του τέλους. Ως τότε το ταξίδι της θα είναι συναρπαστικό και όχι ανούσια θορυβώδες, όπως συμβαίνει στην πλειοψηφία των ταινιών αυτού του τύπου.
Επίσης, το καλό με αυτή την ταινία, για όσους τουλάχιστον δεν έχουν εντρυφήσει στο σύμπαν της Marvel, είναι ότι η ιστορία της γίνεται κατανοητή, ίσως επειδή ο σκηνοθέτης Σάιμον Κίνμπεργκ – που έχει επίσης γυρίσει το «X-Men Λόγκαν: Η διάσωση» είναι αρκετά προσεκτικός ώστε να μην την αφήσει να χαθεί στα εφέ. Ακόμη και ο διακτινισμός των X-Men έχει ενδιαφέρον, μικρά «παφ!» και μια μαύρη σκόνη και αυτό ήταν.
Ομως η φεμινιστική διάθεση της ταινίας είναι αυτή που σε κερδίζει, με σκηνές όπως εκείνη της Τζένιφερ Λόρενς (Ρέιβεν) που την «λέει» στο αφεντικό της, τον Ξαβιέ, υποστηρίζοντας ότι η ονομασία θα έπρεπε να αλλάξει σε «X-Women» καθώς οι γυναίκες πάντα είναι εκείνες που κάνουν όλη τη δουλειά.
«Η κομπίνα»
(The hustle, ΗΠΑ, 2019). Κομεντί του Κρις Αντισον
Καλοκαίρι στη Γαλλική Ριβιέρα και οι κομπίνες με θύματα πάμπλουτους τουρίστες που στήνει η Τζόζεφιν Τσέστερφιλντ (Αν Χάθαγουεϊ) την έχουν κάνει προύχοντα της περιοχής, ένα αδίστακτο αρπακτικό που γονατίζει τους άνδρες με τις γνώσεις, τη γοητεία και τον κοσμοπολίτικο αέρα της. Ομως ο θρόνος της θα κινδυνεύσει από την Πένι Ραστ (Ρέμπελ Γουίλσον) που είναι το ακριβώς αντίθετό της. Αξεστη, άγαρμπη, αμόρφωτη και με ένα σώμα που φωνάζει «χρειάζομαι γυμναστήριο!».
Ωστόσο, η Πένι έχει τσαγανό και έτσι για ένα μικρό διάστημα θα συνεταιριστούν. Αν όλα αυτά σας θυμίζουν κάτι αυτό είναι οι «Απατεώνες και τζέντλεμεν», μια καλοκαιρινή κωμωδία του 1988 όπου τους παραπάνω ρόλους είχαν άνδρες: ο Μάικλ Κέιν και ο Στιβ Μάρτιν (επίσης ριμέικ μιας κωμωδίας του 1964 ονόματι «Ιστορίες κρεβατιού» με τους Ντέιβιντ Νίβεν, Μάρλον Μπράντο). Η εκσυγχρονισμένη «θηλυκή» εκδοχή της ιστορίας δεν ξεφεύγει ρούπι από το ντεκουπάζ των προηγούμενων αλλά έχει επίσης γούστο και καλή χημεία ανάμεσα στις Χάθαγουεϊ και Γουίλσον.
«Καζανόβα, η τελευταία αγάπη»
(Dernier amour, Γαλλία, 2019). Εποχής του Μπενουά Ζακό
Η ιδέα της απεικόνισης του θρυλικού εραστή Τζάκομο Καζανόβα ως… κανονικού ανθρώπου με πάθη και αδυναμίες δεν είναι καθόλου άσχημη, πόσω μάλλον με την επιλογή του Βενσάν Λιντόν, ηθοποιού αδιάφορης ομορφιάς και ίσως η πιο ανορθόδοξη επιλογή για τον ρόλο. Αυτό όμως είναι και το στοίχημα του Μπενουά Ζακό στη συγκεκριμένη ταινία που αρχίζει στη Βοημία του 1793 όταν ο Καζανόβα, ηλικιωμένος και κουρασμένος πια, αφηγείται την περίπτωση της γυναίκας που τον σημάδεψε για πάντα.
Το φλας μπακ είναι όλη η ταινία, στην οποία παρακολουθούμε τα κατορθώματα ενός μάλλον βαρετού και πολύ συνηθισμένου ανθρώπου, ο οποίος κυκλοφορεί με μια εντελώς αταίριαστη και γελοία λευκή περούκα, τρώει τον αγλέουρα, τζογάρει διαρκώς και ξημεροβραδιάζεται σε οίκους ανοχής, όπου και ερωτεύεται την κατά πολύ νεότερή του Μαριάν Ντε Σαρπιγιόν (Στέισι Μάρτιν). Ιστορία πλήρους απομυθοποίησης λοιπόν, μέσα από την οποία βλέπουμε τον δάσκαλο να πιάνεται κορόιδο από τη μαθήτριά του, οδηγούμενος ως και σε μια σχεδόν κωμική απόπειρα αυτοκτονίας. Και όλα αυτά στο Λονδίνο, μια πόλη που στην πραγματικότητα δεν του ταιριάζει, θα έλεγες ότι ο Καζανόβα βρίσκεται εκτός έδρας, με την προϋπόθεση βέβαια ότι αυτός ο Καζανόβα έχει όντως μια έδρα.
«Ενα αγγελικό πρόσωπο»
(Angel Face, Γαλλία, 2018). Δραματική της Βανέσα Φίλο
Ο ρόλος της Μαριόν Κοτιγιάρ είναι περισσότερο δευτεραγωνιστικός σε αυτό το σύγχρονο δράμα όπου η βραβευμένη με Οσκαρ γαλλίδα ηθοποιός υποδύεται μια όμορφη αλλά ανεγκέφαλη γυναίκα, εντελώς ανίκανη να σταθεί όπως θα έπρεπε δίπλα στην οκτάχρονη κόρη της, την οποία παίζει η βασική πρωταγωνίστρια στο «Αγγελικό πρόσωπο», η Αϊλίν Αξοϊ-Ετέξ.
Ενώ η ταινία ανοίγει με έναν δεύτερο γάμο της Mαρλέν (Κοτιγιάρ) όπου η γυναίκα τα κάνει μούσκεμα, σύντομα και για ένα μεγάλο διάστημα η μάνα εξαφανίζεται κυριολεκτικά από την ταινία, οπότε βλέπουμε το παιδί να προσπαθεί να τα βγάλει πέρα. Μόνο του στο σχολείο, μόνο του στην πολυκατοικία όπου μένει, μόνο του μέσα στο σπίτι, μόνο του στη γειτονιά όπου ενίοτε πίνει αλκοολούχα ποτά. Δεν θα περάσει πολύς χρόνος ώστε ο θεατής να αντιληφθεί την κατάσταση αλλά θα περάσει όντως πολύς χρόνος μέχρι να γίνει πραγματικά κάτι στην ιστορία, κάτι που θα της δώσει την ανάσα που τόσο πολύ χρειάζεται. Ενας καινούργιος χαρακτήρας, ένας νεαρός δύτης (Αλμπάν Λενουάρ), ο «πατέρας» που το παιδί ποτέ δεν είχε, μπαίνει με καθυστέρηση σε μια ιστορία που διαρκεί κάτι λιγότερο από δύο ώρες ενώ θα έπρεπε να κλείνει στη μία.
«Σύνορα»
(Border / Gräns, Σουηδία / Δανία, 2018). Δραματική του Αλί Αμπάσι
Μια πραγματικά θαρραλέα ταινία, τα «Σύνορα» (βραβείο καλύτερης ταινίας πέρυσι στο τμήμα Ενα κάποιο βλέμμα του φεστιβάλ Καννών) έχουν σε πρώτο πλάνο μια γυναίκα με πολύ ασυνήθιστο, σχεδόν παραμορφωμένο πρόσωπο (Εύα Μελάντερ) και ευαίσθητες αισθήσεις· σαν ζώο. Η Τίνα λοιπόν, υπεύθυνη τελωνείου σε ένα λιμάνι της Σουηδίας, έχει το ταλέντο στην ανακάλυψη ύποπτων μεταφορών. Οι σχέσεις της με τους ανθρώπους, με τον πατέρα της, τον φίλο της, η γενικότερη καθημερινότητά της κινούν μέχρις ενός σημείου το ενδιαφέρον αλλά η μεγάλη ανατροπή θα γίνει όταν στη ζωή της εμφανίζεται ένας άνθρωπος που της μοιάζει εξωτερικά (Εερον Μίλονοφ).
«Σκληρός» ρεαλισμός από τη μια πλευρά και κάτι σαν σύγχρονο παραμύθι από την άλλη, η ταινία ενώ δείχνει τραχιά, διακρίνεται από μια ευαισθησία που συγκινεί χωρίς να αλλοιώνει τον ωμό χαρακτήρα της με επίπλαστες καταστάσεις. Η ανατροπή στη μέση της ιστορίας είναι αρκετά εντυπωσιακή αλλά δεν γίνεται για το θεαθήναι. Αντιθέτως εξυπηρετεί απόλυτα το βασικό φιλοσοφικό ερώτημα των «Συνόρων», που είναι «ποιοι τελικά είμαστε;».
Οχι ακριβώς Αγκαθα Κρίστι
Δύο ταινίες, η μία βρετανική και η άλλη τουρκική, που κατά κάποιον τρόπο σχετίζονται με το σύμπαν της διάσημης αγγλίδας συγγραφέως μυστηρίου, προβάλλονται στις αίθουσες.
Η τουρκική, το «Ποιος σκότωσε τη λαίδη Γουίνσλεϊ;» («Who killed Lady Winsley?», Αγγλία / Τουρκία / Βέλγιο, 2018) του Χινέρ Σαλίμ με κέρδισε περισσότερο γιατί εξετίμησα τη φαντασία του σκηνοθέτη που αξιοποιεί έξυπνα τον χώρο γυρισμάτων, ένα Πριγκηπόνησο έξω από την Κωνσταντινούπολη (όπου η ταινία εξ ολοκλήρου γυρίστηκε). Το ερώτημα του τίτλου απασχολεί τον διάσημο επιθεωρητή Φεργκάν (Μεχμέτ Κουρτούλους) ο οποίος στέλνεται στο νησί για να βοηθήσει τις τοπικές αρχές στην επίλυση της υπόθεσης. Οι ύποπτοι είναι αρκετοί (κατά μία έννοια όλοι οι κάτοικοι του νησιού είναι ύποπτοι) και ο Φεργκάν μεθοδικός αλλά εκκεντρικός. Από την πλευρά του ο Σαλίμ στήνοντας μια ταινία που αναμειγνύει μια υπόθεση α λα Αγκαθα Κρίστι με ένα κινηματογραφικό ύφος που παραπέμπει στο αμερικανικό φιλμ νουάρ περασμένων εποχών, χρησιμοποιεί ως πρόσχημα το μυστήριο για να μιλήσει για διάφορα θέματα που απασχολούν την Τουρκία, από το κουρδικό ζήτημα μέχρι τη θέση της γυναίκας στην κοινωνία. Το κάνει καλά και με χιούμορ ιδιαίτερο, όχι ακριβώς ξεκαρδιστικό, σίγουρα όμως ασυνήθιστο και ενίοτε σουρεαλιστικό. Πολύ καλή φωτογραφία, και κάποιοι χαρακτήρες φροντισμένοι με αγάπη για το ίδιο το σινεμά. Ο ίδιος ο Φαργκάν με την καπαρντίνα και τα σακουλιασμένα μάτια έχει κάτι από τον ντετέκτιβ Φίλιπ Μάρλοου (του Ρόμπερτ Μίτσαμ), ενώ ο αρχηγός της αστυνομίας (Εργκούν Κουργιούκου) είναι φτυστός ο Λι Βαν Κλιφ στον «Καλό, τον κακό και τον άσχημο».
Η βρετανική ταινία λέγεται «Αγκαθα: Η εξιχνίαση ενός φόνου» («Agatha and the Truth of Murder» Αγγλία 2018) και είναι μια χαμηλού μπάτζετ (φαίνεται) αλλά αξιοπρεπής παραγωγή γυρισμένη από τον Τέρι Λόουν χωρίς την έγκριση των κληρονόμων της Αγκαθα Κρίστι. Μυστήριο κλεισμένο μέσα σε ένα σπίτι εδώ, η ταινία στηρίζεται εν μέρει σε μια πραγματική ιστορία, τη μυστηριώδη ολιγοήμερη εξαφάνιση της Αγκαθα Κρίστι στη δεκαετία του 1920, γεγονός που είχε προκαλέσει σάλο στην Αγγλία. Ενώ κανείς δεν έμαθε ποτέ για ποιον λόγο η Κρίστι εξαφανίστηκε (δεν το αναφέρει ούτε η ίδια στην αυτοβιογραφία της), η εκδοχή της ταινίας είναι ότι λειτούργησε η ίδια ως ντετέκτιβ για να λύσει μια ξεχασμένη υπόθεση δολοφονίας. Οπότε πάνω-κάτω ξέρουμε τι να περιμένουμε, με τους υπόπτους συγκεντρωμένους όλους μέσα στο σπίτι και την Κρίστι (Ρουθ Μπράντλεϊ) σε ρόλο θηλυκού Πουαρό να προσπαθεί να καταλάβει ποιος μπορεί να είναι ο/η ένοχος. Ταινία ερμηνειών κυρίως από άγνωστους κατά βάση ηθοποιούς, που είναι όλοι τους εξαιρετικοί.
Επανέκδοση
Το «Αντίο, φίλε» («Adieu l’ami», Γαλλία, 1968) του Ζαν Ερμάν, είναι το χρονικό μιας ανδρικής φιλίας που διαρκεί λίγο αλλά δεν θα ήθελες να τελειώσει ποτέ. Ο ωραίος Αλέν Ντελόν και ο macho Τσαρλς Μπρόνσον (που την εποχή της ταινίας έκανε καριέρα στην Ευρώπη) είναι βετεράνοι στρατιώτες του πολέμου στην Αλγερία που θα πιαστούν στη φάκα μιας παράξενης συνωμοσίας όταν για διαφορετικούς λόγους ο καθένας αποπειρώνται να διαρρήξουν ένα χρηματοκιβώτιο. Η λάθος στιγμή θα τους κρατήσει εγκλωβισμένους μέσα στο υπόγειο όπου βρίσκεται το χρηματοκιβώτιο και το ερώτημα που προκύπτει είναι τι θα γίνει όταν η πόρτα ανοίξει. Κλειστοφοβικό και άκρως ατμοσφαιρικό (τα ομόλογα που είναι η λεία της διάρρηξης καταλήγουν δάδες στο απέραντο σκοτάδι του υπογείου), σκοτεινό αλλά συγχρόνως εύθυμο (περιέργως ο Μπρόνσον είναι εκείνος με το χιούμορ), αυτό το ευρωπαϊκό νουάρ σε κερδίζει με την απλότητα της σκηνοθετικής γραφής, τις σιωπές που λένε πολλά αλλά και την εκφραστικότητα των δύο πρωταγωνιστών του οι οποίοι λίγο αργότερα θα ξανάπαιζαν μαζί στη «Μονομαχία στον Κόκκινο Ηλιο». Το «Αντίο, φίλε» συγκαταλέγεται στις πιο αγαπημένες ταινίες μου όλων των εποχών.